- αναμνηστικό γραμματόσημο
- τοGedenkmarke f
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
αναμνηστικός — ή, ό αυτός που προορίζεται για να θυμίζει κάτι: Για τα 150 χρόνια από το θάνατο του Βύρωνα στο Μεσολόγγι, κυκλοφόρησε αναμνηστικό γραμματόσημο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)